- ορυκτογραφία
- ηκλάδος τής ορυκτολογίας ο οποίος ερευνά τα ορυκτολογικά είδη, τις παραλλαγές και τις ποικιλίες τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. mineragraphy / mineralography (< mineral «ορυκτό» + -γραφία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1809, στο Λεξικό τού Γρ. Ζαλίκογλου].
Dictionary of Greek. 2013.